- σκηρίπτεσθ'
- σκηρίπτεσθε , σκηρίπτομαιpres imperat mp 2nd plσκηρίπτεσθε , σκηρίπτομαιpres ind mp 2nd plσκηρίπτεσθαι , σκηρίπτομαιpres inf mpσκηρίπτεσθε , σκηρίπτομαιimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.